κάρκαδο

κάρκαδο
και κάκαδο και κακάδι, το
το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα τής πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρκαδιάζω — [κάρκαδο] (για πληγή, τραύμα) σχηματίζω κάρκαδο ή κάκαδο, κοριάζω, αρχίζω να κλείνω, επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”